- μυστιπολεύω
- μυστιπολεύω (Α) [μυστιπόλος]τελώ μυστήρια ή κάποια μυστική τελετή («μυστιπολεύω γαμήλια θεσμά», Μουσαί).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυστιπόλευε — μυστιπολεύω solemnize mysteries pres imperat act 2nd sg μυστιπολεύω solemnize mysteries imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστιπολεύεις — μυστιπολεύω solemnize mysteries pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστιπόλευεν — μυστιπολεύω solemnize mysteries imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστιπολεία — μυστιπολεία, ἡ (Α) [μυστιπολεύω] ιερουργία, ιεροπραξία, λειτουργία μυστιπόλου, τέλεση μυστηριωδών τελετών … Dictionary of Greek
μυστιπόλευτος — μυστιπόλευτος, ον (Α) [μυστιπολεύω] (για τελετές και εορτές) αυτός που γίνεται από μύστες, που εορτάζεται μυστηριωδώς, με μυστήρια … Dictionary of Greek